κοπερνικία

κοπερνικία
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. copernicia από το όνομα τού Πολωνού αστρονόμου Nicolaus Copernicus + κατάλ. -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”